- μπεζ
- béžový
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
Ελληνικά-Τσεχικής chlovar. 2008.
μπεζ — ο, η, το (άκλιτο) 1. αυτός που έχει χρώμα όμοιο με το φυσικό χρώμα τού μαλλιού 2. το ουδ. ως ουσ. το μπεζ είδος χρώματος καφέ ανοιχτού, το φυσικό χρώμα τού μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beige, αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ιταλ. bigio «γκρίζο»] … Dictionary of Greek
μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή … Dictionary of Greek